ποϊνσέττια

ποϊνσέττια
η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Euphorbia pulcherima τού γένους Ευφόρβια, που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό σε κήπους στις θερμές χώρες και ως καλλωπιστικό σε εσωτερικούς χώρους στις εύκρατες και ψυχρές περιοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. poinsettia, από το όνομα τού J. R. Poinsett, Αμερικανού διπλωμάτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ορφανίδης, Θεόδωρος — (Σμύρνη 1817 – Αθήνα 1886). Έλληνας ποιητής και πανεπιστημιακός καθηγητής. Γράφοντας από νεαρή ηλικία εύκολους στίχους, φιλοδόξησε να μιμηθεί την ποίηση του Αλέξανδρου Σούτσου, χωρίς όμως να φτάσει ποτέ το πρότυπο του. Τον ίδιο σκοπό επεδίωξε και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”